- ιεροδουλία
- η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) [ιερόδουλος]νεοελλ.πορνείααρχ.1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία τού ναού2. το σύνολο τών ιεροδούλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιεροδουλία — η η κατάσταση της ιεροδούλου, η πορνεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)